Η ιστορία του αμπελιού στη μεσσηνιακή γη ξεκινά πριν 3000 χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο Όμηρος, αναφέρεται στους αμπελώνες της Πυλίας μιλώντας για τον τόπο εκεί, που είναι γεμάτος με αμπέλια. Ο Παυσανίας, μας λέει ότι ο Διόνυσος δοκιμάζοντας για πρώτη φορά το κρασί της Μεσσηνίας είπε χαρακτηριστικά «Ευοί» που σημαίνει σε μια ελεύθερη μετάφραση «στην υγεία μας». Γυρνώντας 115 χρόνια πίσω μπορούμε να επικεντρωθούμε στην περιοχή της Γιάλοβας, που οι ντόπιοι την χαρακτηρίζουν σαν «αμπελομάνα» της Μεσσηνίας, γιατί σε αυτή την περιοχή δραστηριοποιήθηκαν μεγάλες οινοποιητικές μονάδες της χώρας. Εκείνα τα χρόνια οι χερσαίοι δρόμοι ήταν επικίνδυνοι και αδιάβατοι, συνεπώς η μεταφορά της σταφίδας και των κρασιών που παρήγαγε όλος ο νομός ήταν αδύνατη και κυρίως ασύμφορη. Ο μεσσηνιακός αμπελώνας είχε ανέκαθεν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καλλιέργεια σταφίδας και στην παραγωγή κρασιού. Αξιοποιήθηκε από την ευρύτερη άμπελο-οινοποιητική περιοχή της Πελοποννήσου και όλης της Ελλάδας, για την εγχώρια κατανάλωση σταφυλιού καθώς και τις εξαγωγές του στις ευρωπαϊκές χώρες. Οι εξαγωγές αναπτύχθηκαν κυρίως κατά την περίοδο που ο ευρωπαϊκός αμπελώνας καταστράφηκε από την φυλλοξήρα. Καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα η σταφίδα αποτέλεσε το βασικό εξαγωγικό προϊόν του τότε «ελληνικού βασιλείου». Το βασικό προϊόν που παραγόταν από την κορινθιακή σταφίδα ήταν αυτό του σταφιδίτη οίνου, ένα κρασί με υψηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, χαμηλή ποιότητα και τιμή. Ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας σταθμός του μεσσηνιακού αμπελώνα, είναι η μεγάλη σταφιδική εξέγερση του 1935. Οι σταφιδοπαραγωγοί, διαχωρισμένοι τότε, από την άδικη νομοθεσία, σε αυτούς που παράγουν χαμηλής και υψηλής ποιότητας σταφίδα, εξεγέρθηκαν σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί βιώσιμη η παραγωγή και το εμπόριο της κορινθιακής σταφίδας. Η εξέγερση αυτή τελικά είχε θλιβερή εξέλιξη για τους σταφιδοπαραγωγούς της περιοχής. Το 1954, 800 μεσσήνιοι αμπελουργοί ενώνουν τις δυνάμεις τους και ιδρύουν τον Αγροτικό / Οινοποιητικό Συνεταιρισμό Μεσσηνίας «Ο Νέστωρ», που ρόλο είχε τη συλλογή, τυποποίηση και διάθεση της σταφυλικής παραγωγής όλου του νομού Μεσσηνίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1980 οι αμπελουργοί, αποφάσισαν βάση ενός χρηματοδοτικού προγράμματος, να εμπλουτίσουν τον τοπικό αμπελώνα με διεθνείς ποικιλίες, καθιερώνοντας στην Ελλάδα το Cabernet Sauvignon και το Chardonnay. Παράλληλα καλλιέργησαν τις ποικιλίες Grenache Rouge, Grenache Blanc, Cabernet Frame, Merlot και Tempranillo. Ο αμπελώνας της Μεσσηνίας με την συνεταιριστική μορφή του, ανέδειξε τοπικές ποικιλίες όπως το φιλέρι και το μεσσηνιακό ροδίτη. Στην Μεσσηνία εκτός του τοπικού μεσσηνιακού οίνου (Π.Γ.Ε. Μεσσηνία) έχουν πλέον θεσπιστεί ο τοπικός οίνος Τριφυλίας (Π.Γ.Ε. Τριφυλία) και ο τοπικός οίνος Πυλίας (Π.Γ.Ε. Πυλία). Η παραγωγή συγκεντρώθηκε στην περιοχή της Γιάλοβας, καθιερώνοντας ως αφετηρίες των θαλάσσιων δρόμων μεταφοράς, τον απάνεμο κόλπο του Ναβαρίνου και του Μόλου, που την πλαισίωναν.
Στην περιοχή καλλιεργούνται οι ελληνικές ποικιλίες, φιλέρι, μοσχοφίλερο, ροδίτης, φωκιανό και μαδηλαριά. Από τις ποικιλίες του διεθνούς αμπελώνα καλλιεργούνται το Cabernet Sauvignon, το Chardonnay, Grenache Rouge, Grenache Blanc, Cabernet Frame, Merlot και Tempranillo. Η βασική ποικιλία που καλλιεργείται στην περιοχή της Μεσσηνίας πλέον είναι το Cabernet Sauvignon.